- αφιλόστοργος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που δεν είναι φιλόστοργος: Αποδείχτηκε μητέρα αφιλόστοργη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀφιλόστοργος — without natural affection masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφιλόστοργος — η, ο (AM ἀφιλόστοργος, ον) αυτός που δεν είναι φιλόστοργος … Dictionary of Greek
ἀφιλοστόργως — ἀφιλόστοργος without natural affection adverbial ἀφιλόστοργος without natural affection masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλόστοργον — ἀφιλόστοργος without natural affection masc/fem acc sg ἀφιλόστοργος without natural affection neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλοστόργου — ἀφιλόστοργος without natural affection masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφιλόστοργοι — ἀφιλόστοργος without natural affection masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφιλοστοργία — η (AM άφιλοστοργία) [αφιλόστοργος] έλλειψη φιλοστοργίας … Dictionary of Greek
ԱՆԳԹԱՍԷՐ — ( ) NBH 1 0125 Chronological Sequence: Unknown date ա. ἁφιλόστοργος Անմասն ʼի գթասիրելոյ. անգութ. ... *Ոչ էին անգթասէրք ոմանք, այլ յաւէտ աստուածասէրք: Նոքա եղեն խիստք եւ անգթասէրք. Պրպմ. ԼԸ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)